- σάρου
- σάρονbroomneut gen sgσαρόωsweep cleanpres imperat act 2nd sgσαρόωsweep cleanimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σάρου — Σάρος cycle of years masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας … Dictionary of Greek
Αγρίς — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στις εκβολές του ποταμού Σάρου … Dictionary of Greek
Ζολώτας, Γεώργιος — (1845 – 1906). Λόγιος και ιστοριογράφος. Διετέλεσε αρχισυντάκτης του Νεολόγου και της Εφημερίδας και χρημάτισε γραμματέας του Συλλόγου προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων. Κατά τη διάρκεια της εγκατάστασής του στη Χίο ασχολήθηκε με την οργάνωση… … Dictionary of Greek
Κόμανα — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων στη Μικρά Ασία. Η μία πόλη βρισκόταν στην Άνω ή Μεγάλη Καππαδοκία (Κ. τα Καππαδοκικά), ενώ η άλλη στην Καππαδοκία προς τον Πόντο (Κ. τα Ποντικά). Και οι δύο ήταν ιερατικές πολιτείες, στις οποίες ο αρχιερέας ήταν ο… … Dictionary of Greek
Μηνιάτης, Ηλίας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1669 – Πάτρα 1714). Εκκλησιαστικός ρήτορας. Γιος ιερατικής οικογένειας, ο Μ. διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του Φραγκίσκο, πρωτοπαπά στο Ληξούρι. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Φλαγγινιανό γυμνάσιο της Βενετίας… … Dictionary of Greek
Ραδαγαΐσιος — Σκύθης στρατηλάτης και, κατά άλλη παράδοση, βασιλιάς των Γότθων, που άκμασε τον 4o αι. Το 406, αφού συγκέντρωσε στρατό 200.000 αντρών, οργάνωσε εκστρατεία στην Ιταλία και έφτασε να απειλήσει τη Ρώμη. Αλλά ο Στιλίχων, αφού εξασφάλισε τη συμμαχία… … Dictionary of Greek
АНДРЕЙ АРГЕНТИС — [греч. ̓Ανδρέας ̓Αργέντης] (XV в.), нмч. (пам. греч. 29 мая). Один из первых греч. новомучеников, претерпевших смерть от турок. Родом с о ва Хиос, родственник Евстратия Аргентиса. В возрасте 25 лет А. А. приехал в К поль, где часто бывал в… … Православная энциклопедия